- ἐπίμεστος
- ἐπίμεστοςfilled upmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίμεστος — ἐπίμεστος, ον (Α) πολύ γεμάτος, υπερπλήρης … Dictionary of Greek
ἐπίμεστον — ἐπίμεστος filled up masc/fem acc sg ἐπίμεστος filled up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμεστα — ἐπίμεστος filled up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίμεστοι — ἐπίμεστος filled up masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)